εξαναγκαστικός

εξαναγκαστικός
-ή, -ό
επίρρ. που γίνεται με εξαναγκασμό, καταναγκαστικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξαναγκαστικός — ή, ό [εξαναγκάζω] αυτός που γίνεται με εξαναγκασμό, με άσκηση βίας, υποχρεωτικός («εξαναγκαστική εργασία»). επίρρ... εξαναγκαστικώς, ά με εξαναγκασμό, υποχρεωτικά …   Dictionary of Greek

  • εξαναγκασμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εξαναγκάζω) 1. αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται από ανάγκη, ο εξαναγκαστικός, ο ακούσιος 2. αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του ή από ανάγκη 3. φυσ. «εξαναγκασμένη ταλάντωση» η ταλάντωση που προκύπτει όταν μια… …   Dictionary of Greek

  • πιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση 2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός 3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα») 4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες») 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • στανικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με τη βία, εξαναγκαστικός: Ένα τέτοιο στανικό γάμο δεν τον ήθελε ποτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”